Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ®: 50 μαθήματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ®: 50 μαθήματα που δεν διδάσκονται στα σχολεία: Οι τίτλοι των κεφαλαίων από το βιβλίο του Charles J. Sykes, “50 μαθήματα ζωής που δεν διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία”.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Τρίτη, 19 Νοεμβρίου 2013

Άσε κάτω το πτώμα!

  Πάλι εδώ, όπως τότε, αναπνέω τον αέρα της εφημερίδας, όπως τότε. Με το  παλιό προπολεμικό πιεστήριο, το μάρμαρο και την λινοτυπική.  Άλλαξαν τα  πρόσωπα πολύ. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι όπως άλλοτε. Η ελληνική  δημοσιογραφία, είκοσι χρόνια τώρα, ζεί την προδοσία του εαυτού της καθώς  προσπαθεί να τον επανακαλύψει, χωρίς να ξέρει πως για να λάμψεις πρέπει  να προδώσεις.
 Βρίσκω εδώ πέρα κομπιούτερ και μισές καλημέρες, απασχολημένους  διευθυντές, τρέχοντες με αλλοφροσύνη ρεπόρτερς και πάντα κλητήρες που το  πρωί σπουδάζουν στην ΑΣΣΟΕ η την Πάντειο για να αποφοιτήσουν με δικά
 τους - όχι του μπαμπά, χρήματα. Ανθρώπους δε διαρκή "μίτιγκ"- όλη η ζωή  τους  ένα μίτιγκ ατέλειωτο, απραγματοποίητο, σαρκοβόρο.  Δημοσιογραφούντες,
 δημοσιογράφους, δημοσιογραφίζοντες και δημοσιογραφίσκους στο παρά πέντε  του σταρ σύστεμ που μίλησαν χθες με τον διευθυντή τον ίδιο.
 Ένα σταρ σύστεμ ανυπόμονο, του ξεφεύγει λίγο στο πλάι η γραβάτα, αυτά τα  γραφεία δεν υπήρχαν χθες και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υπάρχουν αύριο.
 Όλοι θέλουν να γευθούν το εφήμερο, το λίγο, το ανώδυνο. Όλοι θέλουν να  ζήσουν την -έστω light- δόξα της καραγκιόζικης δημοσιογραφίας ακόμα κι  αν χάσουν την φίλη τους, αν πουλήσουν την μάνα τους, αν χαρίσουν την  γκόμενα τους.
  Παλιοί και έμπειροι δημοσιογράφοι της δεκαετίας 70
 πασαλείβονται με υλικά μακιγιέρ και ξαφνικά όλοι έχασαν την μιλιά τους. Άνθρωποι που πέρασαν τα σαράντα συμπεριφέρονται σαν εικοσάχρονα,  πενηντάρηδες δήθεν παλαί-"μαχοι" ποζάρουν μπροστά στο φακό σαν άβγαλτα  κοριτσάκια που περιμένουν να τους χαρίσει την ψευδαίσθηση της ηδονής  Εκείνος.  Δούλοι του χρόνου, της δημοσιότητας, κυνηγοί της ανεύρετης είδησης,  είναι έτοιμοι να χάσουν και την ζωή τους ακόμα μπροστά στο μικρόφωνο, να  βάψουν με το αίμα τους την οθόνη να γίνουν επ-ώνυμοι, να νιώσουν αυτή  την εκτυφλωτική λάμψη του αιώνα που φεύγει σκορπίζοντας πτώματα, το φως  της κάμερας που τους γεμίζει μια πρωτόγνωρη αίσθηση, την αίσθηση του  ανθρώπου που έπεσε μέσα στον εαυτό του, τον έχασε μέσα σε πλήθος από  χάπια, τον ξέχασε στο βάθος της αίθουσας όπου προβλήθηκε επιτέλους η  δική του ταινία.
 Μερικοί σπάνε τα πόδια τους για να βρουν την μητέρα του νεκρού, η οποία  μπροστά στην κάμερα χ α μ ο γ ε λ ά ε ι, άλλοι στραμπουλήξανε για πάντα τα πόδια τους στο στριμωξίδι να βρουν τον  υπουργό να  τους πει την μεγάλη είδηση που εκείνος ποτέ να την πει δεν θα  μπορέσει: ένας ρεπόρτερ χάθηκε χθες στο καλώδιο που συνδέει το πέτο του
 με το δελτίο ειδήσεων των οχτώμισυ. Τον αναζητούν η μάνα του, οι φίλοι,  τα δύο ανήλικα παιδιά του.
 Δυστυχώς πλέον τα ξέρουμε όλα. Το μόνο που απομένει είναι να κάνουμε ή  να παίρνουμε δηλώσεις. Ο πιο απρόβλεπτος πολιτικός με μία μόνο δήλωση  σκαρφάλωσε ως πρώτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων, ενώ έχουμε ακόμα ρεπορτάζ  και από όσους δηλώνουν πως ...δεν έχω να σας δηλώσω τίποτε!
 Τίποτε δεν μπορεί να μας συγκινήσει: οι ναρκομανείς που κάνουν ενέσεις  ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΕΝΑ. Ο φονιάς που σκότωσε όλη του την  οικογένεια χαμογελά στον φακό μετά το ρεπορτάζ για τον χιμπατζή που
 έπαθε κατάθλιψη και κάνει με ύφος  κάποιου άλλου κι αυτός δηλώσεις! Τώρα  βλέπουμε πρόσωπα σε κηδεία να γελάνε, σατανιστές να γελάνε με ναρκισσισμό  καθώς περιγράφουν τον φόνο, παιδάκια που κατάφεραν να βγούνε στο δελτίο
 σκοτώνοντας ή βιάζοντας και -ευτυχώς- παιδάκια να μουτζώνουν τον φακό  του SKY.
 Tώρα πλέον τα ξέρουμε όλα. Ο Χατζηνικολάου γέρασε νωρίς. Δεν μας  συγκινεί η δεν έχει πλέον baby face. Η τηλεόραση διέρρηξε όλα τα οικογενεικά δράματα, έλεος, τόχουμε ξαναδεί το δράμα αυτής της  διαλυμένης οικογένειας, βρείτε η -επιτέλους- φτιάξτε ένα άλλο. Όταν όλοι 
 οι εξαφανισμένοι βρεθούν, δολοφονηθούν- εξαφανιστούν περισσότερο από τον  Χαρδαβέλλα και την Νικολούλη, θα μείνει μονάχα η δική τους εξαφάνιση. Η δυστυχία του να μην ασχολείται κανένας μαζί σου όταν εσύ δεν αναζητάς  κάποιον είναι η δυστυχία των σταρ των μέσων ενημέρωσης που βγήκαν από  την ανωνυμία κάνοντας εκόντες- άκοντες άλλους επώνυμους ακόμα και  ενάντια στην θέληση τους.




 Θυμάσαι;  Όλοι αυτοί οι τότε ανύπαρκτοι, μετά εκκολάπτομενοι στάρς  έχουν  γίνει τώρα κράτος μέσα στο κράτος της τηλεόρασης. Δύσκολα βρίσκεις  πρόσβαση στο γραφείο τους. Νομίζουν ότι έχουν θαυμαστές. Και οι πιό
 άξεστοι και αδίστακτοι, αγράμματοι και λακέδες, έχουνε γίνει "μεγαλοδημοσιογράφοι".  Είναι μονίμως απασχολημένοι, αλλάζουν στυλ με  βάση της μετρήσεις, όλοι μιλάνε ελληνοαγγλικά πλέον σ αυτή τη χώρα και  τρέχουν να προλάβουν το δελτίο ειδήσεων, δηλαδή να σκεπάσουν την ζωή τους  με αναρρίθμητα γεγονότα που δήθεν  τους αφορούν, δήθεν τα ξέρουν δήθεν  τα αναλύουν.
 Αδιαφορώντας για το συνολικό γεγονός της ζωής οι έλληνες δημοσιογράφοι  είναι "πλούσιοι" πλέον, αλλά λιγότερο αξιοπρεπείς. Συνολικά η ελληνική δημοσιογραφία έχασε την άκρη του νοήματος κυττάζοντας, τις μετρήσεις,  μοιράζοντας κουπόνια, κρύβοντας την ανεπάρκεια της σε ύφος και ήθος
 μέσα σε πτώματα, αντάρτες, τρομοκράτες και κακοποιημένα βρέφη.  Τόσο πολύ προχώρησε από τότε η τεχνολογία αλλά η ελληνική δημοσιογραφία  δεν άλλαξε καθόλου. Στο τέλος πάντα των ειδήσεων το δελτίο καιρού και το  χρηματιστήριο. Δεν έχουν μάλλον καταλάβει ότι το πιο σημαντικό κομμάτι
 της εφημερίδας τους είναι τα φαρμακεία που ιανυκτερεύουν. Οι  εφημερίδες έχασαν την αλήθεια τους και την δυναμική που είχαν κάποτε  καθώς οι διευθυντές βλέπουν διαρκώς τηλεόραση κι αυτή η στήλη- η πιο  σοβαρή και αναγκαία στήλη- εγκατελειμένη από την φροντίδα τους είναι
 απίστευτα υποβαθμισμένη. Γίνονται φοβερά λάθη και λείπουν φαρμακεία σε τέτοιο βαθμό που και οι φαρμακοποιοί άρχισαν να εγκαταλείπουν το πόστο  τους αφού οι εφημερίδες δεν ασχολούνται όσο θα έπρεπε μαζί τους.
 Και όμως: από δω θα μπορούσε να αρχίσει η ανασυγκρότηση των  εφημερίδων. Αντί να πουλάτε κουπόνια και να βγαίνετε στα παράθυρα  κυτάξτε λίγο σας παρακαλώ αυτή τη στήλη που αφορά πλέον όλο τον κόσμο.  Προσέξτε τα, τσεκάρετε την είδηση αν το φαρμακείο της Χαριλάου Τρικούπη ή το άλλο είναι ανοιχτό και ποιές ώρες. Μιλήστε μες τον φαρμακοποιό και  θα σας δώσει φοβερές ειδήσεις και σημειώστε πλάι πληροφορίες για τα  βασικά φάρμακα: η χρήση ηρωίνης αυξάνεται όταν το κύρος και το ήθος του
 τύπου πέφτει. Βυθισμένοι μέσα στο σφιχταγκάλιασμα της αλήθειας με το ψεύδος οι  σημερινοί δημοσιογράφοι φοβούνται τους αυριανούς, υποδύονται τους  ενημερωμένους.  Οι πιο παλιοί είναι οι πλέον ανασφαλείς- έτοιμοι να  αποβάλλουν τους νέους που έχουν πάντοτε τις νεώτερες ειδήσεις και έχουν πάψει από καιρό- αν υπήρξανε ποτέ- γενναίοι.Λείπει από την αθηναϊκή  δημοσιογραφία η γενναιότητα που ακόμα ίσως συναντήσεις στους εκδότες  ορισμένων επαρχιακών εφημερίδων.  Ίσως γιατί εκεί τα γεγονότα ακόμα έχουν  αντίχτυπο πάνω στους αναγνώστες, τους ενδιαφέρουν άμεσα και δεν τους  πυροβολούν: οπωσδήποτε και ο Τέρενς Κουικ θα μίλαγε καλύτερα για έναν  αλβανό αν ήτανε χρόνια γείτονας του.  Κατ αρχήν περιγράφουμε γεγονότα που δεν μας αφορούν, δεν τα βιώνουμε,  ούτε θα τα ζήσουμε ποτέ. Εαν ήταν η μάνα του Ευαγγελάτου στο φέρετρο δεν  θα έλεγε με τόση ανθρωπιά "σας καταλαβαίνω". Δεν καταλαβαίνεις τίποτα νεαρέ μου. Ούτε καν που σε οδηγεί μια θεαματικότητα που την έχεις  κερδίσει προβάλλοντας- ως έμπορος της δυστυχίας- αίμα, φτώχεια,  ανθρώπινο πόνο.
 Εδώ και καιρό οι τηλεθεατές έχουν υποστεί ένα τέτοιο συναισθηματικό  ακρωτηριασμό που σταματήσαμε να βλέπουμε με θλίψη τα λεγόμενα ανθρώπινα  θέματα από αυτοάμυνα. Κι όμως είμαστε περισσότερο από κάθε άλλη εποχή θλιμμένοι. Αυτή την θλίψη η κάμερα την μετατρέπει σε νευρικό κλονισμό σαν κι αυτό της κοπέλας που υπήρξε ερωμένη του Πάσπαλι και το ανακάλυψε  ξαφνικά- σαν τη ζωή μιας άλλης-  απο τα δελτία ειδήσεων στα οποία η ίδια  το έλεγε χωρίς να καταλαβαίνει πόσο απάνθρωπο γεγονός είναι η δημοσιότητα, ιδιαίτερα όταν είσαι αθώος.
 Περιμένουμε τα τελευταία χρόνια τον Μαστοράκη και τον Κωστόπουλο να μας  πούνε οτιδήποτε αρκεί να μας δώσουν την διαβεβαίωση ότι μπορούν να το  πούνε. Η αίσθηση μιας δήθεν νέας δημοσιογραφίας είναι η αίσθηση πως σε
 κάνει να βλέπεις το μέλλον από την κλειδαρότρυπα. Κατά βάθος είμαστε  άνθρωποι φοβισμένοι μπροστά στο μέλλον και δεν βγαίνουμε απο το σπίτι  όχι γιατί δεν έχουμε χρήματα η χρόνο αλλά γιατί πλέον είμαστε άνθρωποι  που φ ο β ο ύ ν τ αι  ν α  β γ ο ύ ν  α π'  τ ο  σ π ί τ ι.


 Το ταβάνι τελευταία πλησίασε πολύ το κεφάλι μας. Από την τηλεόραση  στάζει αίμα πάνω στο χαλί. Τα παράθυρα χτυπάνε με θόρυβο όταν ο Τέρενς  Κουίκ αναγγέλλει το δελτίο ειδήσεων  σ  α ν  να θέλει μας τρομοκρατήσει.
 Απ’ τις εφημερίδες κρατάμε μόνο τα κουπόνια. Κι οι πολιτικοί αρχηγοί δεν  είναι πλέον άντρες με πυγμή, γενναίοι έτοιμοι να πεθάνουν, αλλά μικροί  ήρωες ενός κόμικ που όχι μόνο δεν μας συγκινεί αλλά μας μικραίνει.
 Πολλοί θάθελαν να είναι αυτόπτες μάρτυρες σ αυτό τον ανύπαρκτο κόσμο των  εικόνων και τα παιδιά κάτω των εικοσιπέντε συχνά λένε τρομερά ψέματα-  ιδιαίτερα όταν οι γονείς φοβούνται να περάσουν από τα  Ε ξ ά ρ χ ε ι α!
 Ας αποχτήσουν εκ νέου οι εφημερίδες την δυνατότητα που τους έκοψε η  χούντα και η τεχνολογία να λένε παραμύθια και να περιέχουν συναισθήματα.  Ας γίνει η δημοσιογραφία εκ νέου προσωπική υπόθεση του δημοσιογράφου και
 του αναγνώστη. Ας λάμψει πάλι αυτή η σχέση που καταστράφηκε νομίζω με  την παρατεταμένη λογοκρισία που άρχισε λίγο πριν το 70.
  Ας σταματήσει αυτή η υπόθεση της δήθεν π ρ ο σ ω π ι κ ή
 ς δ η μ ο σ ι ο γ ρ α φ ί α ς όπου διάφοροι που νομίζουν ότι η ζωή είναι  κόμικ κι αυτοί πρωταγωνιστούν περιγράφουν πράγματα που δεν έζησαν,  φαντασιώνονται πως είναι σπουδαίοι επειδή γράφουν και μερικές φορές α ν  α κ α τ α σ κ ε υ ά ζ ο υ ν την -δυστυχώς γνωστή- ιστορία τους και πότε τους βρίσκουμε γενναίους ομοφυλόφιλους, πότε κρατάνε μολότωφ και πότε  συνομιλητές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου την ώρα που έπεφτε η Πόλη.
 Ας γίνει η τηλεόραση αφού δεν πρόκειται να βγούμε από το σπίτι ακόμα και αν είμαστε νέοι μια καλή γιαγιά που λέει ωραία παραμύθια για να μας  κοιμίζει το βράδυ τώρα που ξεχάσαμε την αληθινή στο χωριό γιατί μας  θύμιζε μια καταγωγή που θέλουμε να ξεχάσουμε η -όταν μένει εδώ- την  ώωρα που αρχίζει η τηλεόραση την κλείνουμε στο ντουλάπι. Αλοίμονο:  δέκα χρόνια τώρα οι Καραμανλής-Φλωράκης-Παπανδρέου, ότι πιο αυθεντικό είχε -μέσα στην φαυλοκρατία τους- να επιδείξει αυτή η χώρα έπρεπε να  δώσουν την θέση τους σε "νέους" όχι γιατί είναι πιο δυναμικοί αλλά  επειδή είναι λέει ν έ ο ι, αν και τίποτα δυναμικό δεν έκαναν: περίμεναν απο το Mega Chanel να τους χαρίσει μια ανούσια δήθεν-αρχηγία.
 Οι αληθινά νέοι δεν κληρονομούν. Δημιουργούν κόμματα αφού έχουν καταχτήσει με μάχες την ζωή τους.
 Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον Μύθο για να φτιάξουμε τα δικά μας παραμύθια. Άστο αυτό το πτώμα ρε Μαλέλη, δεν πουλάει πλέον. Τα ξέρουμε, τα είδαμε,  τα μάθαμε όλα. Τις ζήσαμε τις θρησκείες. Είμαστε μελλοθάνατοι- νεκροί  ήδη και ο θεός λείπει. Μας το είπατε.
 Αυτό που θέλουμε κύριε αγράμματε  δημοσιογράφε είναι το ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. Καινούργιους  μύθους, νεύματα ζωηρά για να μπούμε σε ένα καινούργιο ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΚΟΣΜΟ  ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΞΑΡΓΥΡΩΝΟΝΤΑΙ. Σε ένα κόσμο μιας νέας γενναιότητας που  μας δημιουργεί νέες ελπίδες, σε μια νέα γλυκειά παραφροσύνη χωρίς  αλήθεια και ψέμα. Γιατί ο άνθρωπος που υποστηρίζει ότι λέει την αλήθεια  λέει κατά κανόνα ψέματα, ενώ για να φτιάξεις ωραία ψέματα π ρ έ π ε ι να γνωρίζεις την αλήθεια. Ναι: σ αυτό τον κόσμο της γενικευμένης απιστίας  είμαστε όλοι παιδιά, που θέλουμε να ακούσουμε νέα, δικά μας παραμύθια.
 Ει, σκαρφαλωμένοι στις κεραίες, in- σταρς με ημερομηνία λήξεως, κυττάξτε το κοστούμι που σας φόρεσε η δεκαετία 80. Η ημερομηνία λήξεως έχει  περάσει. Τουλάχιστον αλλάξτε κοστούμι. Είναι γνωστό πως είσαστε άνθρωποι  όλων των εποχών εξάλλου. Στερηθήκατε όμως τα νιάτα σας για να μπείτε σε  ένα κόσμο μιας δήθεν επιτυχίας. Μ η ν χάσετε και τα γηρατειά σας.  Αλλάξτε συμπεριφορά.
                                                        ΕΝΑΣ ΤΥΠΟΣ


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Λιλή Μαρλαίν



 Το 1938 στη Γερμανία είχε γραφεί ένα τραγούδι, που οι εταιρείες απέρριψαν, αλλά το βρήκε η σουηδέζα Λάλα Άντερσον και με τη βραχνή φωνή της θέλησε να το κάνει το σουξέ της.
“Κάτω από τα φανάρια,
κοντά στην πλατεία των στρατώνων,
συναντούσα τη Μαρλέν, ήταν νέα και καλή”.

 Στη Λιλή- έλεγε το τραγούδι, άρεσαν τα σειρήτια και τα γαλόνια. Η Μαρλέν γνώριζε όλο και περισσότερους άντρες ώσπου, τελικά, γνώρισε έναν ταξίαρχο, που ήταν “αυτό ακριβώς που ζητούσε” τόσον καιρό. Η Λάλα τόκανε δίσκο, αλλά δεν είχε επιτυχία, ώσπου, ένα βράδυ, ο γερμανικός ραδιοσταθμός του Βελιγραδίου, που έκανε προγράμματα για το Άφρικα Κορπς του Ρόμελ, έπαιξε αυτό το τραγούδι, επειδή ο dj εξαιτίας ενός βομβαρδισμού, δεν είχε πολλούς δίσκους. Το άλλο πρωί το σιγοσφύριζε όλο το Άφρικα Κορπς και γράμματα στρατιωτών ζητούσαν να ξαναπαιχτεί.
 Η κυρία Γκαίρινγκ, που άλλοτε ήταν τραγουδίστρια της όπερας, το τραγούδησε για τους ναζί. Ο ίδιος ο Γκαίριγκ το μισούσε και ζήτησε να το εξαφανίσουν, αλλά το τραγούδι είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και η Λάλα Αντερσον έγινε πασίγνωστη στους στρατώνες από τα φορητά γραμμόφωνα.
 Οι δίσκοι, έπεσαν μέσω αιχμαλώτων στα χέρια των βρετανών κι έτσι το τραγουδούσε όλη η Ογδόη Βρετανική Στρατιά! Ύστερα το πήρε η Πρώτη, οι Αυστραλοί και οι Αμερικάνοι. Όπως γράφει ο Τζον Στάινμπεκ στο "Ήταν μια φορά ένας πόλεμος", όπου διηγείται αυτή την ιστορία, το τραγούδι "ήταν ένας αιχμάλωτος πολέμου". Οι αξιωματικοί δεν ξέραν τι κάνουν, κι αν ήταν σωστό να τραγουδάνε οι στρατιώτες ένα τραγούδι για ένα κορίτσι ελευθέρων ηθών. Το Γραφείο Πολεμικών Πληροφοριών αποφάσισε να διατηρήσει τη μελωδία, αλλά να προσθέσει νέα λόγια εναντίον των Γερμανών.
- Το αν θα πετύχει ή όχι αυτό το σχέδιο είναι κάτι που θα μας το δείξει το μέλλον., λέει ο Στάινμπεκ. Η “Λιλή Μαρλέν” είναι διεθνής πια. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα προβάλλει και στους τοίχους των θαλάμων – νέα, ξανθιά και αμετακίνητα ουδέτερη.

 Το τραγούδι αυτό δεν ήταν ούτε ναζιστικό, ούτε αντιναζιστικό, όταν πρωτογράφτηκε το 1915 από τον Hans Leip . Απαγορεύτηκε μετά τον πόλεμο ως χιτλερικό, αλλά έχει διασκευαστεί ως σήμερα εκατοντάδες φορές. Το ερμήνευσαν η Marlen Dietrich, η Edith Piaf, η Greta Garbo, και πολλοί άλλοι.
 Η Λάλε Άντερσεν παντρεύτηκε ένα εβραίο και πέθανε το 1972. Πολλοί ίσως την περιμένουν ακόμα μπροστά στην πύλη, κάτω από τα φανάρια. Όπως τότε, ξανά, όπως τότε, Λιλή Μαρλέν! Ο φρουρός να φωνάζει «θα φας τρεις μέρες». Ο φαντάρος να λέει «Έρχομαι αμέσως!» «Πόσο θάθελα νάμαι μαζί σου πάλι, όπως τότε, Λιλή Μαρλέν!».

 Όλοι πίστεψαν πως απαγορεύοντας αυτό το τραγούδι, την σβάστικα και τα ναζιστικά σύμβολα και κόμματα, έχουν τελειώσει με τον ναζισμό, αλλά δεν είναι έτσι.