Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΝΑΦΗ- ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ





Ο ΗΛΙΟΣ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ. ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΔΕΝ ΧΤΥΠΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑ. ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΗ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ. ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟΝ ΧΙΤΩΝΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΒΡΑΧΟ, ΑΛΛΑ ΞΕΧΝΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΣΠΙΤΙ.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑΚΑ ΒΡΑΧΙΑ ΟΙ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΝΑΥΑΓΗΣΕ Ο ΙΑΣΟΝΑΣ, ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΙ ΣΕ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ.







Με 33 βαθμούς Κελσίου ο ήλιος έκανε ότι μπορούσε για να έρθει μαζί μας. Μας ακολούθησε ως την Αίγινα, ώσπου κουράστηκε και με ένα ιπποτικό μωβ ηλιοβασίλεμα μας αποχαιρέτησε. Το «Βιτσέντζος Κορνάρος» ήταν πιο γρήγορο. Δυο γιαπωνέζοι πίνουν «Ηβη». Ενας «Βίκιγκ» άπλωσε στο κατάστρωμα μια αιώρα. Το ταξίδι για την Ανάφη θα είναι μεγάλο.

Ο ήλιος έβγαζε τώρα αόρατος αποχρώσεις που δεν μπορεί να πετύχει με τίποτα η Vivelac. Οταν περάσαμε την Κύθνο άνοιξα τον χάρτη. Κάπου βαθειά στο πέλαγος, κάτω από την παράλληλη του Πουθενά περίμενε υπομονετικά ένα νησί, που έχει, λένε, ένα βράχο τόσο όσο αυτός του Γιβραλτάρ.

Εδώ καταμεσής στο πέλαγος, οι Αργοναύτες θαλασσοπνίγηκαν κάποτε καθώς γυρίζανε από την Κολχίδα. Ο Απόλλωνας με μια αστραπή έφτιαξε ένα νησί εκεί που δεν υπήρχε τίποτα για να τους σώσει. Από τότε η Ανάφη είναι το Νησί του Ιάσονα, όπως η Ιθάκη είναι το νησί Οδυσσέα. Μετά ή πριν την Σαντορίνη, ανάλογα με το δρόμο που θα επιλέξεις η Ανάφη μοιάζει να είναι η τελευταία ευκαιρία. Ενα νησί αναπάντεχο, εκεί που δεν περιμένεις τίποτα.

Στο λιμάνι, ένας αυθεντικός χίππης του '60 μας υποδέχεται. Κρατάει ένα ραβδί με ένα στάχυ. Φοράει ένα ρούχο μεταξύ χλαμύδας και πετσέτας με ένα ζωγραφισμένο ήλιο. Το “Ρομίλντα” φεύγει σαν να περπατάει στα νύχια για να μην ξυπνήσει τους γείτονες. Το κινητό βγάζει την ένδειξη “ΧΩΡΙΣ ΚΑΛΥΨΗ ΔΙΚΤΥΟΥ”. Καλώς ήλθαμε στην Ανάφη.

Ο χρόνος στην Ανάφη σταματάει. Κάποτε ο Οθωνας έφυγε από την Ελλάδα, αλλά οι Αναφιώτες το έμαθαν την επόμενη χρονιά! Το πλοίο καμμιά φορά ξεχνάει να πάει! Η Σαντορίνη ακολουθεί το πλοίο όσο μπορεί, αλλά ξαφνικά χάνεται μέσα στο πέλαγος. Ο άνεμος είναι τόσο δυνατός που λές πως το πλοίο θα βυθιστεί όπου νάναι. Απόκρημνα βουνά φαίνονται ξαφνικά εκεί που “λογικά” δεν θάπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται με αναίδεια, ανεβασμένη στο βουνό, η Ανάφη. Σκαρφαλωμένη στην κορυφογραμμή ενός δικού της ορίζοντα με φόντο τον ουρανό η Ανάφη μοιάζει να περιγελά το πέλαγος.

Ενα λεωφορείο ανεβαίνει την ανηφόρα που συνδέει το λιμάνι με την Χώρα. Τα σπιτάκια έχουν ιδιόμορφες καμάρες. Είναι θέμα χρόνου να μνάθεις πως οι Αναφιώτες ήταν καλοί χτίστες. Ο Οθωνας τους κάλεσε να φτιάξουν το Παλάτι και τους παραχώρησε κάτω από την Ακρόπολη μια περιοχή που την έχτισαν με το δικό τους τρόπο. Τα περίφημα Αναφιώτικα στην Πλάκα. Μια κυρία, διηγείται πως η μαμά της ήρθε εδώ το 1968 και μνημονεύανε στην εκκλησία ακόμα τον Οθωνα!

Η Χώρα στέκεται με αυτοπεποίθηση σαν κορώνα πάνω στον βράχο. Και τότε παρατηρείς τα φουρνόσπιτα. Ψηλά όσο το σπίτι, κολλημένα με αυτό είναι μια ιδιομορφία του νησιού. Περπατώντας στα σοκάκια της έχεις την αίσθηση ότι έχεις μπει στο σπίτι κάποιου. Η Χώρα είναι ένα πολύ μικρό χωριό, δεν έχει πολλά μαγαζιά, ένα έως κανένα μπαρ, δύο μπακάλικα που πλέον λέγονται mini market και αρκετά ταβερνάκια. Σε όλο το νησί έχεις την αίσθηση ότι κάποιος σε παρακολουθεί. Ακόμα και στις πιο απομονωμένες παραλίες. Στην Ανάφη δεν υπάρχει καθόλου η αίσθηση του ιδιωτικού. Στις παραλίες αργοναύτες κυκλοφορούν με μαγιό και όπου νάναι θα εμφανιστεί λες και ο Απόλλωνας.

Τα σπίτια είναι συγκεντρωμένα όλα γύρω από ένα «κεντρικό» δρόμο. Μοιάζουν με σωματοφύλακες ενός βράχου που δεσπόζει στην κορυφή. Μια προσεχτική ματιά δείχνει πως πάνω στο βράχο είναι χτισμένο ένα μικρό εκκλησάκι. Τα εκκλησάκια εδώ είναι πολλά και παράξενα. Δεν καταλαβαίνεις αν είναι μεγάλα εικονίσματα ή πολύ μικρά εκκλησάκια. Στο τέλος αυτού του δρόμου είναι η πλατεία. Θάλεγες πως το νησί είναι έρημο και αποτελείται μόνο από το λιμάνι και την Χώρα, αν ξαφνικά δεν εμφανίζονταν σπίτια μέσα στο πουθενά δίπλα στα ερείπια παλιών «κατοικιών».

Ανάμεσα στα μικρά βουνά σχηματίζονται μικρές «κοιλάδες» μέσα στις ρεματιές με μικρή βλάστηση. Μερικοί συνεχίζουν ακόμα να καλλιεργούν αμπέλια και μποστάνια. Παντού μυρίζει θυμάρι. Ακολουθώντας αυτούς τους δρόμους ο επίμονος και σκληρός ταξιδιώτης θα βρεθεί σε μυστικές παραλίες. Παντού υπάρχουν πινακίδες που απαγορεύουν το κάμπιγκ και τον γυμνισμό. Ωστόσο το νησί προσφέρεται για κάμπιγκ και πρωτόγονες διακοπές και στον Ρούκουνα υπάρχουν πολλοί κατασκηνωτές.
Ακολουθώντας τα ίχνη του Λεωφορείου το οποίο κινείται προς το μοναστήρι ...άδειο, σαν τρένο του μυστηρίου, περνάμε από την αρχαία Πόλη. Ενα μοναστήρι χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα. Εδώ έφτασαν οι Αργοναύτες. Τα βράχια είναι απότομα. Πέτρες και ξερολιθιές. Ενα μονοπάτι οδηγεί στον αρχαίο ναό και μια ...Δρακοντοσπηλιά. Αν είστε δυνατός εξερευνητής ακολουθείστε αυτ'η την διαδρομή. Εγώ την παρακάμπτω. 1ον γιατί είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχουν δράκοι. 2ον γιατί μπορεί να υπάρχουν!

Πάνω σε ένα τεράστιο βράχο βρίσκεται αναπάντεχα ένα άλλο μοναστήρι. Χτίστηκε το 1600. Η Μονή της Καλαμιώτισσας χτισμένη μέσα στο βράχο φαίνεται πως από στιγμή σε στιγμή θα πέσει στην θάλασσα. Απο δω βλέπεις τα πάντα. Η Χώρα μοιάζει σαν πολυκατοικημένος φάρος. Ισως εδώ να πιάνει το κινητό, αλλά πριν πας στην Ανάφη, πρέπει να πετάξεις το κινητό σου.

Το νησί είναι ένα είδος Αγίου Ορους. Η Παναγία συνυπάρχει με τον Απόλλωνα και δράκοντες σε ένα νησί που ο μεγαλύτερος άγιος είναι ο Ηλιος. Για να έρθεις εδώ πρέπει να απαρνηθείς την ...κοσμική ζωή. Μια επιγραφή του 1929 σε ένα δρομάκι και μερικά βιβλία στην βιβλιοθήκη σε πληροφορούν πως η Ανάφη ήταν τόπος εξορίας. «Από τους πιο σκληρούς τόπους εξορίας» μου λέει αργότερα ο Σταύρος. «Ηταν εδώ ο παππούς μου. Για να έρθεις εδώ, ήσουνα ξεγραμμένος».

Παρατηρώ από το «Αστραχάν», ίσως το καλύτερο παρατηρητήριο, που λειτουργεί ως ταβέρνα, το Αιγαίο. Νιώθω ότι σ΄αυτό το νησί αν δεν φύγεις αμέσως ....θα μείνεις για πάντα. Οι Αναφιώτες δεν μιλάνε πολύ. Κυττάζουν το πέλαγος και σωπαίνουν. Ολα έχουν μια άλλη διάσταση εδώ. Ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται. Κανένας δεν βιάζεται εδώ. Το μοναδικό μηχάνημα της ΑΤΕ δεν λειτουργεί. Θα το φτιάξουν όμως αύριο! Το βενζινάδικο όταν λέει έξι εννοεί επτά. «Γιατί το λέτε Αστραχάν» ρωτάω τον ιδιοκτήτη. «Είναι το παρατσούκλι μου, επειδή έτρεχα πολύ!» μου λέει. Και γυρίζει ξανά το βλέμα προς το πέλαγος.

Περπατώντας το μεσημέρι – τα λίγα μαγαζιά έχουν σιέστα- νομίζεις ότι δεν μένει κανείς. Ανάμεσα στις ξερολιθιές πέρα μακρυά βλέπεις που και που να ξεπετάγονται φιγούρες που δεν γνωρίζεις αν είναι τουρίστες, πειρατές ή Αργοναύτες. Και ξαφνικά το βραδάκι ο κεντρικός δρόμος γεμίζει κόσμο. Οι γέροι μαζεύονται στις «Αναφιώτικες Γεύσεις», ψητοπωλείο που κάνει delivery κι ακούνε νησιώτικα και μαντινάδες. Τα παιδάκια παίζουν μπάλα σε ένα πλάτωμα του δρόμου φωνάζοντας «Αντε ρέ». Μικρές μπαλιές. Αν η μπάλα φύγει από δω θα φτάσει χιλιόμετρα μακρυά στο λιμάνι. Την ώρα που κάθισα εγώ η αυτοσχέδια ομάδα μόλις είχε σπάσει μία από τις λάμπες της κολώνας της ΔΕΗ. H Aνάφη έχει γυμνάσιο, λυκείο και περίπου εκατό άνθρωποι μένουν εδώ τον χειμώνα.

Οταν το βράδυ έρχτεται οι εποχές ενώνονται στα στενά σοκάκια. «Και μένα μούχουνε πει για μαύρες γάτες» λέει ένας πιτσιρικάς. Σε μια πόρτα παλιού σπιτιού διαβάζω «Μ+Λ=Love». Με κιμωλία. Από τα μικρά σπιτάκι ξεπηδούν νύμφες έφηβες με μπλου τζιν και περπατάνε στις πλάκες της μικρής Αγοράς με ναρκισισμό και αυτοπεποίθηση. Από το «Στέκι» ακούγονται ρεμπέτικα: «Τα κάστρα του Γεντικουλέ». «Αλήτης εγεννήθηκα κι αλήτης θα πεθάνω». «Ολα πληρώνονται τα λάθη στη ζωή». «Τέτοιο σφάλμα, δεν το ξανακάνω πιά». Το μαγαζί διαθέτει και δύο ναργιλέδες. Ημουνα έτοιμος να δοκιμάσω, αλλά εκείνη την στιγμή, πάλι από το πουθενά εμφανίστηκε ο Τζέραλντ. Τις μισές μέρες της περνά στην Οξφόρδη και τις άλλες μισές στις «Κυκλάδες». Η Ανάφη είναι η αγαπημένη του. Αυτός με μυεί στην θρυλική ιστορία της και μου δείχνει το βιβλίο του. Γνωρίζει που είναι η πηγή, που είναι η σαρκοφάγος και πόσα χιλιόμετρα απέχει η Μονή από την Χώρα και το Κλεισίδι απ΄οτο λιμάνι. Εχει περπατήσει όλο το νησί με τα πόδια. Ενας άλλος περιηγητής το 1885, έγραψε για την Ανάφη πως είναι μια αγνή κηλίδα μες τα κύμματα.Πως είναι το νησί του ανατέλοντος ηλίου.Η το νησί της ανταρσίας του ήλιου.

Ο Τheodore Bent ερχόταν εδώ τότε και ήταν φίλος με τον δραγουμάνο Ματθαίο Σίμο. Τον εντυπωσίασαν αυτοί οι φανταστικοί ηφαστειακοί βράχοι. Το νησί είχε τότε χίλιους κατοίκους. Πάνω στο rocky μοναστήρι της Καλαμιώτισσας ο θεός του Ηλιου ο Απόλλωνας μάλλον είχε (ξε)χάσει ακόμα τον μανδύα του. Τον εντυπωσίασε που οι άνθρωποι προσεύχονταν για να βρέξει και προσπάθησε να ξεδιαλύνει τον ρόλο του Προφήτη Ηλία και την σχέση του με τον ήλιο.
Ο ναός του Αιγλίτη του Απόλλωνα του Αναφαίου είναι εδώ, αλλά το άγαλμα του βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Εκλάπη από τον Ναό από αρχαιοκαπήλους βρεττανούς «περιηγητές». Πουλήθηκε στο βρετανό αξιωματούχο Strangford το 1740. Το 1864 οι κληρονόμοι του το δώρισαν στο Βρεττανικό Μουσείο. Οι Αναφιώτες το θέλουν πίσω.

Το βράδυ στο Κλεισίδι στην ταβέρνα της Μαργατίτας με περίμενε μια έκπληξη. Η Κρίστυ Στασινοπούλου και ο Στάθης Καλυβιώτης! Γυρίζουν όλο τον κόσμο και μαζεύουν ήχους. Τα καλοκαίρια μένουν εδώ. Οι κάτοικοι τους θεωρούν Αναφιώτες. Γνωρίζουν όλο τον κόσμο με τα μικρά τους ονόματα. Ρωτάνε για τον Μανώλη που παίζει τσαμπούνα. Μένει στο πίσω μέρος του νησιού. Συχνά κατέβαινε με το γαϊδουράκι και την τσαμπούνα του. Τελευταία όμως είναι λίγο άρρωστος.

Είμαστε λίγα μέτρα από την θάλασσα. Η θάλασσα τραγουδάει φτιάχνοντας μουσική μόνο για μας. Τελικά ο χίππης είναι γερμανός ζωγράφος. Ενας άγγλος είναι φαν της Κρίστυς. Ο Πέτρος και το κορίτσι του πλησιάζουν την παρέα. Το Κλεισίδι το βράδυ είναι μαγευτικό. Ενα πλοίο με πολλά φωτά εμφανίζεται από το πουθενά. Ενα πλοίο- μυστήριο. « Μας την έπεσε ο Μπαρμπαρόσα» λέει ο Πέτρος.

Η συζήτηση περνάει από την κρίση της μουσικής στους Σουμέριους κι από τον Τζίμ Μόρρισον στον Χριστό. Ο Μπαρμπαρόσα, οι Ινδίες, οι αρχαίοι έλληνες και ο Απόλλωνας εμπλέκονται σε ένα συμπόσιο με αναφιώτικο κρασί που σερβίρει η Μαργαρίτα. Ο χρόνος σταματά. Ολοι έχουμε γίνει μια παρέα καθώς τα δέντρα χορεύουν ανάλογα με το ρυθμό του κύματος. «Τελικά ο Χριστός ήταν ιστορικό πρόσωπο;». O Aπόλλωνας σκύβει να μας ακούσει. Η Μαργαρίτα φεύγει χωρίς να κλείσει. Το βράδυ προχωράει, αλλά ο χρόνος έχει σταματήσει εδώ. Ολα στο Κλεισίδι το βράδυ μοιάζουν με παραμύθι.

Το άλλο πρωϊ από τον Hotel Apollon βλέπεις τον βράχο της Μονής της Καλαμιώτισσας. Αισθάνεσαι ότι αναπνέεις. Μπορείς να καταλάβεις μυστικά νοήματα γραμμένα στην άμμο που ο άνεμος σβήνει αμέσως. Η Ανάφη είναι έξω από τον τρέχοντα χρόνο. Τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω της δεν έχει σημασία. Ακόμα και το να μαζεύεις κοχύλια στις Πρασιές ή να φωτογραφίζεις τα κύμματα μοιάζει ανόητο. Η μαγεία είναι αλλού και δεν μπορεί να την συλλάβει μια Nikon. Η θάλασσα, ο ήλιος, ο άνεμος, το φεγγάρι και η άμμος συνεργάζονται να σε μυήσουν σε μια θρησκεία αναφιώτικη. Οι θεοί εδώ είναι το Φως και ο Ηλιος.

Το πρωί, το Κλεισίδι, δεν γνωρίζει τίποτα από ότι σου συνέβη. Η Ανάφη κυκλοφορεί στις παραλίες της ανήξερη. Οι Μικρές νύμφες με μπλου τζιν εμφανίζονται στην παραλία, ολοίδιες με αυτές που συνάντησε εδώ ο Ιάσονας και έκανε για πρώτη φορά την Μήδεια να ζηλέψει. Το κινητό, μπορεί να τα καταστρέψει όλα, αλλά ευτυχώς δεν χτυπά. Το απόγευμα ο βράχος της Ανάφης συνομιλεί με το Γιβραλτάρ. Η Νύχτα συνεπής στο ραντεβού της έρχεται. Η μέρα φεύγει με ένα μεθυστικό ηλιοβασίλεμα καθώς το νερό παίζει με το φως. Θα συναντηθούν πάλι το πρωί. Κάπου εδώ είναι η Χαμένη Ατλαντίδα. Ο Απόλλωνας έρχεται να πάρει τον μανδύα του αλλά τελικά μένει ως το πρωί. Η Ανάφη τότε ξυπνάει. «Καλημέρα» της λέει η Σαντορίνη. “Τι ώρα είναι;» «Εξι» απαντάει η Ανάφη. «Πρέπει να ξυπνήσω!». «Εξι!!!» λέει η Σαντορίνη. «Πρέπει να πάω για ύπνο».


*ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ VOYAGER







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου